Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018


Δοκίμιο λόγου και σκέψης


Μια ενθύμηση...


...Λοιπόν, όπως το είχα σχεδιάσει, απαίτησα να σηκωθώ από το κρεβάτι μου νωρίς, πολύ νωρίς, ήθελα να προλάβω το χάραμα... την πρώτη αχτίδα ήλιου που θα πέσει να τη δω, σα να με μόνος μου σε τούτη τη γη, μήτε άνθρωποι, μήτε κτίρια ό,τι δηλαδή σε αποσπά, σε απομαγεύει. Όμως, από τί; Τον ήλιο, τη μέρα και τη ζωή; Δύσκολη απόφαση για μένα, να πάρω τις αποσκευές μου... ό,τι κουβαλάω μια ζωή και να τις πετάξω, έστω και για μια μέρα για ένα στοίχημα, χωρίς να ξέρω αν θα κερδίσω και τι θα κερδίσω. Το προηγούμενο βράδυ στα σχέδια που έκανα αναλογιζόμουν, μέσα από μια άλογη σκέψη, τί τα θες; Πνεύματα, γενιές, δημιουργίες, όλα είναι...αέρας, ένα κενό δοχείο που το καταλαβαίνεις στην πρώτη στραβή, όταν σε φωνάζουν τα φαντάσματα του παρόντος να δώσεις λογαριασμό, ξέρεις τώρα εκείνο τον λογαριασμό που ανοίγεις ή μάλλον δεν ανοίγεις εσύ, τον έχουν ανοίξει και σε στρατεύουν από τα σπάργανα σου να τον συνεχίσεις...Τώρα που είπα για τα φαντάσματα του παρόντος, ξέρετε (!) δεν υπάρχουν μονάχα εκείνα του παρελθόντος που λένε ότι σε καταδιώκουν, αν και νομίζω ότι εκείνα δε σε καταδιώκουν, είναι τα φαντάσματα του παρόντος που σε κυνηγούν και σε θρέφουν, εσένα και όλους, όπως και εμένα δηλαδή... Μα κι εκείνος ο ζωγράφος ο Ισπανός, ο Γκόγια, όταν ζωγράφιζε τα «σκοτεινά», τί έκανε; Έδινε εικόνα στα φαντάσματα που ζούσαν στην εποχή του και τα ’κανε αποτροπαϊκά σύμβολα, για να διώξει εκείνα τα ζωντανά. Κι ο ήρωας του Σίλλερ, ο Πρίγκηπας, μήπως και εκείνος δεν αναζήτησε τα φαντάσματα και τις σκιές του παρελθόντος με το σθένος της σύγχυσής του, και μόλις ανακάλυψε την πλάνη και την ύφανση της ζωής δεν αντιστάθηκε, δεν αντέδρασε και δεν έπραξε!

Οι σκέψεις είναι όπως το σύμπαν, όλες κινούνται γύρω από μια κεντρική, αυτή που γεννάει και έλκει όλες τις άλλες, μικρότερες και αδύναμες, που θέλουν να στηριχτούν και να ζήσουν από αυτή. Μα πολλές φορές γίνεται κι αυτό, η μικρή κι αδύναμη σκέψη από σύμπτωμα να μετατρέπεται σε κυρίαρχο ρυθμιστή, χωρίς το δίκιο τής δύναμής της αλλά με το δίκιο κάποιας άλλης, κάποιας άλλης, κάποιας άλλης και κάποιας άλλης, φτάνει να δημιουργεί τέτοιες συγκρούσεις που κι εκείνη, που την είχες από τότε που δεν θυμάσαι τον εαυτό σου, σταματά να κινείται ακόμη και σε ένα σύμπαν δημιουργίας, κίνησης και δύναμης.

Για να επιστρέψω στην σκέψη της προηγούμενης νύχτας, της αντιστάθηκα, είπα: θέλω να μπω στο καράβι της φυγής, να κάνω το ταξίδι...άλλωστε πόσοι και πόσοι γνωστοί και σπουδαίοι κονδυλοφόροι, αλλά και εκείνοι που δεν θα τους μάθουμε ποτέ! δεν έχουν γράψει για ένα ταξίδι, δεν έχουν βυθιστεί μέσα σε αυτό και δεν έχει γίνει η μύχια ζωή τους, μια δεύτερη ζωή... εσωτερική. Και πάλι, εκεί στην οικογενειακή εστία, έβλεπα το μαγνητάκι στο ψυγείο, που είχε πάνω του μια νεκρή φύση του Βαν Γκογκ και έγραφε «κάνε κάτι, φτιάξε μια εικόνα». Αυτό ήταν... από εκεί που κάποτε το αντίκριζα και κάποτε το ’βλεπα και όπως έλεγαν ή καλύτερα έγραφαν αμ΄ έπος, αμ΄ έργον... για φαντάσου μέχρι και ο Όμηρος το λέγε και ΄γω και ΄συ τρέχουμε γύρω από τον εαυτό μας, με τη σκέψη τη δική σου, τη δική σου και τη δική σου και άραγε... η δική μου τοποθετήθηκε σε ΄κείνο το κουτί των περίεργων πραγμάτων που είχαμε όταν ήμασταν μικρά παιδιά και πότε-πότε το ανοίγαμε και θαυμάζαμε τον πειρατικό θησαυρό που διαθέτουμε, το μαγικό κουτί του πλανήτη μας, που ανεβαίναμε πάνω σ΄αυτό και ταξιδεύαμε. Όμως, κάποτε το πετάμε, ή το ξεχνάμε, ή όπως γίνεται συνηθέστερα απλά το σβήνουμε από τη μνήμη μας, γιατί έρχεται η στιγμή, γιατί για στιγμή πρόκειται, που σε τυλίγει το πέπλο του φαντάσματος και ξεχνάς και σβήνεις εικόνες και χρώματα...

Πριν το λυκαυγές της μέρας ήμουν ήδη στο δρόμο και περπατούσα, είχα αποφασίσει να διαβώ την Πατησίων που από παιδί με μάγευε, όταν οικογενειακώς πηγαίναμε κάποια επίσκεψη και έπρεπε να τη διασχίσουμε. Το μαγικό των χρωμάτων από τα φώτα, η κίνηση των αυτοκινήτων, οι άνθρωποι... Και το ωραιότερο φόντο αυτού του ζωντανού πίνακα ο λόφος της Ακρόπολης με τον Παρθενώνα, δεν ξέρω αλλά πάντα η σύνθεση της Πατησιών με ταξίδευε και μου δημιουργούσε μια αίσθηση να γευθώ και να νιώσω όλες τις εικόνες, τα χρώματα και τα αρώματα του κόσμου. Μια εικαστική δράση στην πραγματικότητά της, στη ζωντάνια της. Η ίδια αίσθηση πάντα, κάθε φορά που θα τύχει να περάσω από την οδό Πατησίων, να γεννιούνται εικόνες και αναμνήσεις ανύπαρκτες και να με πλημμυρίζουν, είναι πιστεύω η άγουρη γνώση που έχει ο άνθρωπος μέσα του και καθώς μεγαλώνει αν δεν την ποτίσει, όπως τα δένδρα που μένουν χωρίς το ζωογόνο νερό, γίνεται μονάχα ένα απολίθωμα... Για φαντάσου μωρέ… απολίθωμα το ποιητικό αίτιο του εαυτού σου, αυτή η σημαντική φράση «το ποιητικό αίτιο» που ορίζει μέχρι και τον λόγο μας, στη ζωή μας να μην το αναγνωρίζουμε.

Κατηφόρισα με το τσιγάρο στο χέρι παρέα με την ησυχία του δρόμου σ’ ένα άχρονο, μυστικό περιβάλλον που δεν χωρά καμιά ανοίκεια εικόνα απ΄ αυτές που σε στριμώχνουν και σε συνθλίβουν, άλλωστε ποιος μπορεί να καταλάβει ότι πατάει σε σκιές, που η μια αντιγράφει την άλλη, νομίζοντας ότι η σκιά που ορθώνεται είναι το σύμβολό του όπως αυτό που βλέπει στον καθρέφτη, το αντικείμενο δηλαδή που φτιάχνεται από γυαλί και άμμο να σε ορίζει, μέσα από την πλάνη σου. Σαν έρθει η ώρα να δώσεις τη μάχη σου... τάχα το είδωλο θα σου δώσει την ορμή να απλώσεις τον εαυτό σου ή μήπως το καθρέφτισμα σου στα μάτια κάποιου άλλου θα σε κάνει να δεις πάλι τη σκιά σου όρθια, να σε πλανά μπροστά στα μάτια σου. Αυτό κι αν είναι παράδοξο, τα μάτια που οδηγούν μονομιάς στη ψυχή να πλανούν αδιάκοπα... Για αυτό και ο άνθρωπος επινόησε τον καθρέφτη, ήθελε να βλέπει ό,τι περιβάλλει το σώμα και μέσα στο χρώμα που φτιάχνει και τα αντικείμενα που δημιουργεί να τοποθετεί την ύπαρξή του, ένα μέρος κι αυτή στα είδωλα του καθρέφτη. Στάθηκα σε μια βιτρίνα και ’βλεπα το πρόσωπο μέσα από τον καπνό του τσιγάρου που είχα ρουφήξει, θολό σχεδόν αόρατο πρόσωπο να μου βγάζει την αίσθηση οράματος, αυτή είναι η παρουσία μου, μια αίσθηση σε ένα τοπίο με καπνό, τον φωτισμό του καταστήματος και το γυαλί της βιτρίνας. Παρέμεινα μαζί με το τσιγάρο και τον αναδυόμενο καπνό του και χάζευα το γυαλί να με παρασταίνει μέσα από την ύλη του, μια ψευδαίσθηση που σε ζαλίζει, όπως τον άτυχο Νάρκισσο που τον παγίδευσε μια πηγή του Ελικώνα στο καθρέφτισμα του νερού της ή την Μέδουσα, που το καθρέφτισμά της βοήθησε τον Περσέα να την αποκεφαλίσει. Η ώρα του μύθου πάντα προβάλλει... σε χρόνο απρόσμενο όσο και να τον αποδιώχνουμε, είναι πάντα παρών μέσα στον εαυτό μου και στον εαυτό σου, σημάδι χθόνιο, που με ορίζει και σε ορίζει...

Ο χρόνος δεν έχει σημασία, άλλωστε δεν είπαμε ότι το ταξίδι μας θα είναι άχρονο, θα στερεί από το χρόνο την ουσία του να μετρά και να φείδεται τον απεριόριστο αυτό πλούτο του, είναι η γοητεία του δικού μας μύθου, ενός μύθου μεταμορφώσεων. Εκεί που όλα προκαλούν να οξύνεις το τόξο του μεσαιωνικού ναού σου, να φτιάξεις μέσα από θεούς πλάσματα φτερωτά και τετράποδα-πολύποδα, αρπακτικά και άγρια, άσχημα και προκλητικά, αισθαντικά και κίβδηλα και ανίερα, όλα σχήματα της μυθικής σου υπόστασης που τα αντιπαρέρχεσαι μέσα από τα είδωλα που δημιουργείς... καταρρίπτεις και γεννάς σε έναν κύκλο χορού. Μυρίζω το χώμα και τα δέντρα στην οδό των μεταμορφώσεων, κάθε βήμα μετέωρο, ελεύθερο στην ιστορία που γράφει ο χώρος και εγώ ιχνηλατώ το ιώτα, το σίγμα, το ταυ, το όμικρον, το ρο, το ιώτα, το άλφα, όλα σύμβολα του λόγου που αδυνατούν να περιγράψουν την ιστορία του ανθρώπου, όπως εκείνου που αντικρίζω: μιας αδύνατης μορφής, με λεπτά χαρακτηριστικά, ανακατεμένα μαλλιά και αραιή γενειάδα, πρόσωπο που το σχεδίασε ο χρόνος και βλέμμα βαθύ στοχαστικό να ταξιδεύει αδιάκοπα, με μάτια γαλανά διαπεραστικά. Μια ψυχή που δρεπε για το σώμα κρασοψιχιά και πρέντζα...Είναι εκείνος ο καβάσης, ο «σοβατζής», ο ιδιόρρυθμος Θεόφιλος, ένας ασκητής του εαυτού του και της ιστορίας του μέσα στην ίδια ιστορία, είναι η περίπτωση που το υποκείμενο παίρνει το κομμάτι του στην ιστορία και μεταμορφώνεται σε αντικείμενο της ιστορίας, κάθε δρασκελιά του βήμα αιώνων, να προσπερνά τον χρόνο αδιάφορα. Περπατούσε αργά και σταθερά μονολογώντας, χωρίς να βλέπει τον κόσμο γύρω του, αδιαφορούσε για τις εικόνες που αντίκριζε γιατί απλώς τις έβλεπε, δεν ήταν παρά σχήματα χωρίς καμία συμμετοχή, που άλλοτε τον καταδίωκαν και άλλοτε τον στοίχειωναν. Ένας μονόλογος για τις μάχες του Μεγαλέξανδρου, τη ζωή των κλεφτών και αρματωλών του ’21, τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας...  Όλα για αυτόν μια ενθύμηση που ’φτιάχναν τις εικόνες των έργων του, τον χώρο που ανάσαινε, που μεταμόρφωνε ό,τι  πατούσε και έπιανε, ό,τι περιέβαλλε το σώμα και τις αισθήσεις του...

Κοντοστέκομαι και προσπαθώ να πιάσω τη στιγμή να τον πλησιάσω, πρέπει να του μιλήσω, να τον καταλάβω, να ακούσω τις απόψεις του για την τέχνη και για τον πολιτισμό, για τα βιβλία, για τις ιδέες που ενώνονται και αλλάζουν τον κόσμο, για το διαφορετικό που ομορφαίνει τους ανθρώπους, για τις αξίες που με στηρίζουν και σε στηρίζουν, για την πρόοδο του ανθρώπου και της κοινωνίας... Όλα, όλα σκέψεις και ερωτήσεις που ’ρχονται ορμητικά και μ’ απειλούν ν’ αποκτήσω τη γνώση, να βιαστώ να δεσμεύσω και να υποδουλώσω τη σκέψη μου σε απαντήσεις, αυτές που ’μαθα να παίρνω, με τις ερωτήσεις που ’μαθα να κάνω... Η αγωνία μου για τη γενιά που μπόλιασε τον τόπο μου, και του ’δωσε μια αξία που ’ψαχνε, μπορεί τώρα να τελειώσει, μονάχα να μιλήσω μαζί του!

Και βρίσκομαι απέναντί του... σ’ εκείνον τον λαϊκό ζωγράφο όπως τον ονόμασαν, για να διαχωρίσουν την τέχνη τους μέσα από λέξεις-σύμβολα, σ’ ένα παιχνίδι αφαίρεσης και πρόσθεσης του λόγου, ακατανόητο στην ουσία του αλλά συνάμα κατανοητό για να περιχαρακώσεις και να στήσεις τους πύργους σου, εσύ, εσύ... και εγώ... Μια γενιά – φατριών - σκεπτόμενων Σισύφων να ακολουθούν το ίδιο μονοπάτι, ας είναι ανηφορικό και δύσβατο, μονάχα το βλέμμα να ’ναι στραμμένο στο άχθος που απειλεί να τους πατήσει... και ο φόβος και η αγωνία να ορίζει τον δρόμο, έναν ίδιο κάθε φορά δρόμο να βαθαίνει όλο και περισσότερο... και κάποτε να ανασηκώνεται από τα πεσμένα σώματα και ιδέες που θέλησαν να αποδράσουν και να λευτερώσουν τον ίδιο τον σοφό. Μα την ιδέα πως να την ορίσεις όταν πρώτα αυτή σ΄ έχει ορίσει, όταν πλημμυρίζει απ’ αυτή η ψυχή σου, όταν γεννήθηκε πρώτα αυτή και μετά εσύ, τότε οι λέξεις-σύμβολα αδυνατούν να χωρέσουν την πληρότητα μιας ύπαρξης...

-Το ξέρεις ότι είσαι σημαντικός ζωγράφος;

-Ουχί...

-Έθρεψες και χόρτασες ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, έγραψαν για ’σένα ποιητάδες και γραμματιζούμενοι...

- ’γραψαν καλά... για ’γινα σουργούνι;

-Λόγια πλούσια, να χορτάσει η ψυχή σου, λόγια όμορφα και περίτεχνα... Κι εγώ μες απ’ αυτά σ’ έμαθα...

- Τς ζωγραφιές μου... τς είδαν;

- Είδαν και θαύμασαν πολλοί... δεν ξέρω όμως τι μπορεί να κατάλαβαν, μήπως την τέχνη σου ή εσένα τον ίδιο ή τάχα τ’ όνομα που σου ’φτιαξαν ή μήπως τίποτα, μονάχα τον Θεόφιλο ένα σύμβολο μιας γενιάς του θυμικού και του λογικού συνάμα...

...Αδιάφορα και αδέξια έστρεψε το βλέμμα του, δεν ήθελε να μάθει κάτι άλλο. Οι ήχοι του λόγου κατέπνιγαν την ηρωική ιδέα της σκέψης του και του εαυτού του, μήπως και ο Δον Κιχώτης, εκείνος ο Ισπανός ιππότης, άκουγε την πραγματικότητα... Η σύγκρουση βρισκόταν στο θεμέλιο της ύπαρξής του, μέσα από αντίθετες σχέσεις: λογική-άλογο, φανταστικό πραγματικό, σοφία-ελαφρομυαλιά. Ένας πλασμένος ήρωας μιας σκέψης, μιας ιδέας, που ήθελε να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα. Έναν κόσμο ανάποδα, έναν κόσμο που τον βλέπει κανείς από μέσα προς τα έξω, αυτόν έβλεπε και ο Θεόφιλος και αποτύπωνε στους καμβάδες και στους τοίχους.

Εκεί, στο δρόμο που είδε την ιστορία του τόπου να εγγράφεται συνέχισα να περπατάω, διέσχιζα το χωριό των Πατησιών με τα μικρά σπίτια στολισμένα με δέντρα οπωροφόρα και αμπελώνες, μια εικόνα δημιουργίας και χρώματος που δίνει πνοή σε κάθε νωθρή και δύσκολη κίνηση. Το πάτημα στο χώμα σού δίνει την αίσθηση ότι συμμετέχεις και ’συ στη δύναμη της γης, ότι είσαι και ’συ μέρος της δημιουργίας͘ της πολύτροπης αυτής μάνας, που πάνω της φυτρώνουν αγκάθια και ροδοπέταλα, θάμνοι και ψηλά δένδρα, που πάνω της στέκουν όλες οι υπάρξεις, που πάνω της θεριεύει ο άνθρωπος: εσύ, εσύ, και ’γω. Όλοι, αφού ξεχάσαμε πως είναι να περπατάς και να νιώθεις το χώμα και τη γη, διστάζουμε τώρα να γευτούμε τη σκόνη του χώματος και να νιώσουμε ζωντανοί, να πονέσουμε και ’μεις στο βήμα ενός άλλου...

Οι σκέψεις μου ταράζονται από έναν, αρχικά, ήχο πρωτόγνωρο... ήχος καλπασμού, αργού και μεθοδικού λες και είχε μέσα του την ακρίβεια ενός μηχανισμού, που συγχρονίζει την κίνηση και τη μεταβάλλει σε έναν ήχο σημάντρου, που σε καλεί να τον ακούσεις και να νοιώσεις την επιβλητικότητα του...  Χμ, πως άραγε να μη σε υποβάλλει ολάκερο, ένας ήχος ρυθμικός και ζωντανός και δυναμικός, όταν βγαίνει μέσα από τη φύση, που πονάει και χαίρεται, που λυπάται και τραγουδάει... Η φωνή της είναι οι ήχοι των δημιουργημάτων της, τονικές μελωδίες που έχουν μια άφατη σύνδεση με τη ψυχή, τη δική μου, τη δική σου, τη δική σου...

Ιππήλατα αμάξια ξανοίγουν τον δρόμο τους, σε μια οιονεί παρέλαση ομορφιάς και χάρης... Το βιζαβί - η πασιτείνουσα της Πατησίων- το τραμβάι - ο ιπποκίνητος τροχιόδρομος-  και κάθε είδους άμαξες: μόνιππα, δίιππα, βικτώριες, λαντώ και αραμπάδες... Μου υποδεικνύουν τη χάρη τους και το παρελθόν τους, ένα μπουλούκι που ξεμακραίνει:

Ξεμακραίνει το μπουλούκι

Απ’ του κάμπου τα περβόλια

Απ’ τα γκρίζα πανδοχεία

Τ’ αλειτούργητα χωριά



Συνοδοιπόροι τους τώρα οι σαλτιμπάγκοι και οι μικροί ακροβάτες, όλοι αυτοί που πέταξαν τους κήνσορες και τους θεράποντες της κοινωνίας, των ανθρώπων και των ιδεών, έστω για μια στιγμή... έξω από τον χρόνο. Η μια στιγμή στην ιστορία δεν είναι χρόνος είναι ο χώρος που διευρύνεται από μια ιδέα και καταγράφεται, όπως κατέγραψαν στο πέρασμα τους εκείνοι οι ακροβάτες κι εκείνοι οι σαλτιμπάγκοι, με τις πραμάτειες τους φορτωμένες στο μυαλό τους, και κοίταξαν εμένα, εσένα, εσένα... και μίλησαν στον χρόνο και ιστορία. Σε κοίταξαν και σε αντικρίζουν μέσα στα μάτια, όχι στον καθρέφτη σου, όχι στο θολό τοπίο που περιβάλλει το είδωλό σου, και σου μίλησαν και σου μιλούν ακόμα... Είναι όλοι αυτοί οι πικραγαπημένοι της ιστορίας που έτρεξαν, ίδρωσαν και μάτωσαν... Όλους τους αντικρίζω εμπρός μου, πάνω στις άμαξες σε μια μυστική και αλληγορική σύνθεση της φύσης σα να θέλει να τους τιμήσει, που την είδαν και τη σεβάστηκαν και δεν προσπάθησαν να τη δαμάσουν... Και τώρα τους χαρίζει τον χορό τον δικό τους, τον χορό των μεταμορφώσεων...

Η ζωντανή μαγεία που παρακολουθούσα διαλυόταν σε γλυκιά ομίχλη, που σε παρασύρει και βυθίζεσαι στην έκτασή της, καταπνίγοντας ακόμη και τις αλυσίδες που είχαν στηθεί εκεί στο τέρμα, στα Πατήσια, για να σταθμεύσει το «θηρίο»...
Σήκωσα το χέρι μου και έφερα το τσιγάρο στο στόμα μου, το καυτό σώμα του τελείωνε και ένιωσα να καίει τα χείλη μου... Ο καπνός φιλήσυχος...απλά διαλυόταν... Κι εγώ, εσύ, εσύ;

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018


«…Εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα…»

Αγγ. Σικελιανός (στ. ποιήματος, Γιατί βαθιά μου δόξασα)







Η σύγχρονη κρίση στην Ελλάδα έχει πυροδοτήσει ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία, στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο – κυρίως στον δεύτερο. Ο καταιγισμός των πληροφοριών και της γνώμης είναι πολύμορφος και ανομοιογενής, υποδηλώνοντας ή και σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανώς δηλώνοντας ένα ιδεολογικό επιστέγασμα. Δεν ήταν πάντα έτσι, όσον αφορά το ιστορικό ενδιαφέρον. Υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες οι κοινωνίες έδειξαν πολύ λιγότερο ενδιαφέρον για την ιστορία, για το παρελθόν τους. Ωστόσο, η ανάγκη και το ενδιαφέρον της κοινωνίας μας για τον ιστορικό της χρόνο, ως σημείο αναφοράς, δημιουργείται αφενός λόγω της αποδόμησης του λανθάνοντος ελληνικού «κοσμοειδώλου», αφετέρου εξαιτίας των αναδυόμενων νέων μετασχηματισμών και ανταγωνισμών (οικονομικοπολιτικών, ιδεολογικών, κοινωνικών, συλλογικών κ.ο.κ.).

Κοντολογίς, στη ραγδαία εξελισσόμενη μεταμοντέρνα εποχή αδυνατώντας κανείς να αντιμετωπίσει τις επικρατούσες μεταβατικές συνθήκες αναζητά ένα ιερό καταφύγιο, μέσα από την ιστορία. Η αναδίφηση στο παρελθόν, στην «κιβωτό των διαχρονικών αξιών», ερείδεται στην αμφιταλάντευση, την απουσία νοήματος και την αίσθηση οριακότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι ο αντικατοπτρισμός της αγωνίας του ατόμου να θεραπεύσει μέσω της ιστορικής μνήμης και κατ’ επέκταση της συλλογικής συνείδησης τα επιφαινόμενα.

Όμως, ο «εφήμερος» τρόπος προσέγγισης του παρελθόντος ενέχει τον κίνδυνο της απλούστευσης του ιστορικού λόγου, με αποτέλεσμα τη λανθάνουσα πρόσληψη του αλλά και τη στρεβλή αντίληψη περί ιστορίας. Τα εξαχθέντα συμπεράσματα, σε πολλές περιπτώσεις παραπειστικά, εδράζονται στην εξιδανίκευση γεγονότων και δημιουργία επικίνδυνων σχημάτων, στις μοναδικές αλήθειες, στα ακραία ιδεολογήματα αλλά και στις «δοξασίες». Η δυναμική του ιστορικού λόγου να συνδιαλέγεται με τον ιδεολογικό και πολιτικό λόγο καθιστά την ιστορία «πολύ σοβαρή υπόθεση», διότι συντελεί, και με μεγάλη εμβέλεια, στη διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής πράξης. Μέσα από αυτή την κοινωνική διεργασία αναφανδόν προκύπτει το ερώτημα: Τι είδους ιστορία θέλουμε;

Η σχέση του ανθρώπου με το παρελθόν, με την ιστορία, καθορίζεται πολύτροπα και σε πολλαπλά επίπεδα. Σε κάθε εποχή η νοηματοδότηση της ιστορίας είναι διαφορετική, επηρεαζόμενη από τον παραγόμενο (ή μη) πολιτισμό, τη νοοτροπία, την κουλτούρα, τον χώρο, τον χρόνο κ.α. Οι αντιλήψεις για την ιστορία πηγάζουν από το εκάστοτε περιβάλλον που τις δημιουργεί, αποτελώντας με τη σειρά τους ένα ιστορικό φαινόμενο. Σε κάθε περίπτωση η ιστορία αφορά τον άνθρωπο, ο οποίος δρώντας στη συγχρονία είναι το υποκείμενο που συμβάλλει και συνδιαμορφώνει ένα συμβάν ή τα συμβάντα. Καθώς η δράση του καταγράφεται στον ιστορικό χρόνο μεταβάλλεται και η ιδιότητά του ως προς την ιστορία· το ενεργό υποκείμενο μετατρέπεται σε επικαθοριζόμενο αντικείμενο μελέτης.

Επίσης, στη διαγραφόμενη πορεία ενός συμβάντος, από τη συγχρονία στον ιστορικό χρόνο, επαναπροσδιορίζεται και η σύσταση/ανάγνωση του τελεσμένου συμβάντος. Το συμβάν κατά τον ενεστώτα χρόνο αποτελεί μονάχα ένα φαινόμενο ή εκδήλωση, μιας ορισμένης αιτίας ή πολλών ορισμένων αιτιών. Όμως, το αυτό συμβάν γενόμενο πλέον και καταγεγραμμένο στον ιστορικό χρόνο ερμηνεύεται, διερμηνεύεται και μεθερμηνεύεται από ετερόκλητα στοιχεία και παράγοντες, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο που δημιουργήθηκε. Η ιστοριογραφία όταν προχωράει, προχωράει με τον εμπλουτισμό της προβληματικής, έλεγε σε συνέντευξή του ο Σβορώνος, και ο «σημερινός ιστορικός» διαφοροποιείται από τους προγενέστερους ακριβώς γιατί θέτει καινούρια προβλήματα. Γιατί τα θέτει αυτά τα καινούρια προβλήματα; Διότι τα επιβάλλει η εποχή του. Ο εμπλουτισμός της προβληματικής στην ιστορία εξαρτάται από την εποχή στην οποία γράφει ο ιστορικός.

Ωσαύτως, χρειάζεται όχι μόνο γνώση των γεγονότων, αλλά βαθιά κατανόηση του παρελθόντος – εμβύθιση -, ώστε να μπορεί να αναδειχθεί το σύνολο του κοινωνικού, οικονομικού, πολιτισμικού και πολιτικού πλαισίου, μέσα στο οποίο εντάσσονται τα φαινόμενα και συνεπώς τα όρια και η δυνατότητα επιβίωσης ή μεταφοράς στάσεων και αντιλήψεων στο πέρασμα του χρόνου. Όπως τα μαθηματικά δεν είναι οι αριθμοί, ούτε η γραμματική οι λέξεις, έτσι η ιστορία δεν είναι μόνο τα γεγονότα.

Η ιστορία είναι το μοναδικό μέσο που έχει ο άνθρωπος για ν’ αντιληφθεί τη δυναμική της κοινωνίας: όχι το πως επαναλαμβάνεται, αλλά το πως αλλάζει. Και να διαπιστώσει τις διαθλάσεις της. Ο κοινωνικός άνθρωπος πρέπει να κατανοήσει τους μηχανισμούς των μεταβολών και τη λογική τους, ειδάλλως θα διαβιεί παρασυρόμενος από τα γεγονότα και βρισκόμενος διαρκώς μπροστά σε εκπλήξεις, σαν να μην μπορεί ποτέ να επηρεάσει την τύχη του: το πρόσωπο και η ζωή του αλλάζουν και εκείνος το διαπιστώνει εκ των υστέρων, έκπληκτος.

Εγγενής αρχή στη διασύνδεση των ιστορικών γεγονότων και στην ιστορική ανάλυση είναι η κατανόηση της συνεχούς ρευστότητας και αλλαγής της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι νόμοι που διαμορφώνουν τις ανθρώπινες κοινωνίες αλλάζουν συνεχώς μέσα στις διαδικασίες του γίγνεσθαι των κοινωνιών. Και η ιστορία, ως πνευματική και διανοητική παρακαταθήκη της ανθρωπότητας, δεν πρέπει να θεωρείται ως μια αέναη παράθεση ή συμπαράταξη γεγονότων που κινούν τη μηχανή του χρόνου από τη μια μέρα στην άλλη, τον ένα μήνα ή τον ένα χρόνο στον άλλο, με μοναδική της επιδίωξη να καταγράψει τα συμβάντα και να τα αρχειοθετήσει.

Τα ερωτήματα και οι σκέψεις μας, ως έμμεση διαδικασία διαύγασης και επαναπροσδιορισμού μας, αναδεικνύουν γεγονότα και απόψεις του παρελθόντος, με τη φέρουσα ιστορική τους συνθήκη και τον ιστορικό τους χρόνο, στη συγχρονία (πρακτική ιστορία). Όμως, η a priori γνωσιολογική παραδοχή τους ως αντανάκλαση της σύγχρονης κοινωνίας είναι μερική και υποφορά σε αυθεντίες, αποστερώντας την ουσία του ιστορικού λόγου. Αντίθετα, ο αναστοχασμός στα ίδια τα γεγονότα αλλά και στους λόγους που τα καθιστούν ικανά να επανέρχονται συμμετέχει στον ποιητικό χαρακτήρα της ιστορίας.

Η νεότερη ελληνική ιστοριογραφία δεν υπήρξε ούτε ευθύγραμμη ούτε συνεχής: πρόοδος, αναστολές, αντίρροπες κατευθύνσεις σημαδεύουν τη μακροχρόνια και δύσκολη πορεία της προς το επιστημονικό ιδανικό. Σε αδρές γραμμές διακρίνουμε τα εξής κύρια στάδια εξέλιξης της: από τον ιστορισμό και τις επιρροές από τη φιλοσοφία της ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα, στην ανανεωτική προσπάθεια λίγων ερευνητών-διανοητών στα χρόνια του Μεσοπολέμου, αντίθετη στην «επίσημη» ιστορικο-φιλολογικού χαρακτήρα ιστοριογραφία, και ακολούθως στη στασιμότητα των περιόδων της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στην συνέχεια, η ίδρυση Ινστιτούτων και Ιδρυμάτων με αντικείμενο την ιστορική έρευνα, κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, θέτουν τις μεθοδολογικές βάσεις και αρχές της ιστορικής επιστήμης. Η πρόσφατη ιστορία δεν αποτέλεσε, τουλάχιστον έως και τη δεκαετία του 1960, αντικείμενο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας. Έτσι, μέχρι τη Μεταπολίτευση, λόγω των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, ο ουσιαστικός ιστορικός λόγος δεχόταν αντιστάσεις και απαγορεύσεις, με ορισμένες εξαιρέσεις δημοσιεύσεων μελετών και άρθρων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η αποκατάσταση της δημοκρατίας σηματοδότησε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και παράλληλα υπήρξε η αυτονόμηση της ιστορίας από τη φιλολογία και η σύνδεσή της με άλλα επιστημονικά πεδία, όπως τις πολιτικές επιστήμες ή την κοινωνική ανθρωπολογία. Στο πλαίσιο αυτό μελετήθηκαν ανεξερεύνητες μέχρι τότε περιοχές της ιστοριογραφίας, όπως η συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα, ο Μεσοπόλεμος, η περίοδος της Κατοχής αλλά και ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Η πορεία της ιστοριογραφίας είναι σύντονη με την πορεία του ανθρώπου: τις επιδιώξεις του, τις ανάγκες του, το περιβάλλον του και τις επιθυμίες του· με έναν λόγο με την ίδια τη ζωή του.  Τέλος, η ιστοριογραφία δεν είναι παρά η μορφή και ο τρόπος που μια κουλτούρα χειρίζεται το παρελθόν της. Επομένως, ο ρόλος - ποιοτικός και ποσοτικός - που παίζει η ιστορία στο εσωτερικό μιας κουλτούρας καθορίζει επίσης και το είδος των στοιχείων που αποτελούν την ιστοριογραφία, και τον συνδυασμό τους. Να θυμάται κανείς το παρελθόν με το μέλλον στο νου του.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016


About the Human process: Κant, Rousseau and Marx

Sapere aude

According Kant enlightenment is a condition of human, which the man released from afthypaitia (self-incurred) immaturity. Indeed, Kant defined as immature the inability, on part of human, to use his intellect, without the guidance of another. Also, as afthypaitia (self-incurred) Kant understands the cause of immaturity who consist the deficit determination and courage to one’s use its intellect. He said the philosopher: Have courage to use your own mind. This is the dictum of enlightenment[1].

Another key concept on Kant’s philosophy, is that of guardians who have a key role in maintaining the existing social contract. Through these, and the methods of manipulation, who using (the guardians), maintained the social inequality and consequently the power and their principals (the guardians). The only way to elucidate public is aftodiafotisi (enlightenment it- self). Because, even if we assume, that someone who has been a guardian of the public and is independently minded, will some time put himself under the yoke he had put to the public. This situation works both ways, since the terms of guidance, that puts on the public from the guardian, makes the public will-less and compatible. So, the public automatically creates a specific field (status) of mental processing, which in turn impose a particular status on those designated from guardians. Of course, we should note that aftodiafotisi will be completed through a slow process and on basis to freedom of speech and thought[2].

However, Kant, to freedom of speech, sets on the operation of two mechanisms: one is the Private Reason and the other is the Public Reason. In a nutshell, what Kant tells us is the private reason of an institutional member, at the time of duty, cannot be diverted from already known cognition. On the other hand, the institutional member itself can put comments and thoughts on what are set to say or do, but only in the case the Act  (of Private Reason) does not conflicted directly with the Act (of Public reason), which imposed from the institutional position to perform. Kant’s explanation essentially defines the process of enlightenment rather enlightenment itself. This because, the Enlightenment, for the philosopher, is the complete freedom of man which must be conscious and to achieved that is necessary the activation of the mechanisms of reason, on individual and collective level, to enable the society to receive the Enlightenment[3].


Man was born free, and he is everywhere in chains

Rousseau, with a highly intelligent and spiritual reason, essentially broke the raison d'être of the Academy. Rousseau using rhetorical schemes -to the text, which sent to the Academy of Dijon in 1750- broke every allegation of Western culture for its moral orientation. With historical references shows the hidden corruption in the arts and sciences, in ethos of the people. Of course, literature, sciences and the arts must assume their share of responsibility. In the view of Kant, on Enlightenment, Rousseau is enlightened figure, because it is able through a public reason to express critical and thoughtful views and positions about the society and its culture. Of course, Kant say’s, this reason is not within an institutional framework, to create turbulence in society. But Rousseau views can enter on human thoughts through a gradual process, freeing the mind. Indeed, we should note that the work Discourse on the Origins of Inequality raises again the sciences and the arts before their responsibilities on the inequality at the society of human. Studying the work of Rousseau any one can see the desire for complete freedom of man. Of course, as in case of Kant, the process cannot be direct, but progressive[4].








Revolutions are the locomotives of history


Marx in his work Alienation Labor addresses issues related to political economy and how it affects humans-worker. The philosopher Marx, deals with issues of class differences and competition between the two classes, rich and poor. All terms that involved in philosophical reason of Marx, attributed to issues of class differences and consequently in struggle of two classes[5]. Also, Marx in the Communist Manifesto, which composed approach again the class inequality and alienation of man from its very nature. The reason of Marx's constitutes a radical doctrine, with the man at the epicenter[6]. Of course, the class differences poses a number of issues that are not present to develop. But, according to the definition given by Kant about the Enlightenment, we could not characterize Marx, as enlightened. Certainly Marx was a personality with insight and multidimensional thinking, but the main opposition with Kant was that latter believed the process towards enlightenment is a gradual and evolutionary process. This because people do not have the strength and ability to manage their free will. Marx is not shared that view and this is the cause who puts a revolutionary reason without sees the disadvantages in human nature in general.







[1] Immanuel Kant, “What is Enlightenment?” http://ebooks.gutenberg.us/WorldeBookLibrary.com/whatenli.htm
[2] Immanuel Kant, “What is Enlightenment?” http://ebooks.gutenberg.us/WorldeBookLibrary.com/whatenli.htm
[3] Jean-Jacques Rousseau, "Discourse on the Origins of Inequality" http://www.gutenberg.org/ebooks/11136
[4] Jean-Jacques Rousseau, "Discourse on the Arts and Sciences" http://ebooks.adelaide.edu.au/r/rousseau/jean_jacques/arts/
[5] Karl Marx, "Estranged Labor" from 1844 Manuscripts http://www.marxists.org/archive/marx/works/1844/manuscripts/labour.htm/
[6] Karl Marx and Friedrich Engels, The Communist Manifesto" http://www.gutenberg.org/ebooks/61

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016


Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015



La Primavera

Της ζωής κήπος 
Άνθη και καρπούς στο πέρασμα ν' αφήνει
Των Χάριτων η γνώση τη σκέψη ν' οδηγούν
Στη θύμηση να τη φυλάς...
Τις ρίζες φύλακα όρισέ τες (να γνέθεις)
Την άνοιξη δέξου μες της πνοής του Ζεφύρου
Εικόνα και χρώμα το βήμα... 

                                                              Kalias
                                                             28/6/2015

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

No του Πάμπλο Λαρέν (2013)

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014


ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ - Ο ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΚΡΕΚΟ - ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ
ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ
ΣΑΒΒΑΤΟ 6 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Grecos Modernism Poster Low



Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Guernica-Gaza

Με αφορμή τα τελευταία γεγονότα στην Παλαιστίνη παρουσιάζω ορισμένα έργα ενός νέου παλαιστίνιου καλλιτέχνη, του  Mohammed al Hawajri, ο οποίος το 2013 πραγματοποίησε την έκθεση Guernica-Gaza.
Ο καλλιτέχνης εμπνευσμένος από γνωστούς πίνακες ζωγράφων, όπως του Picasso, του Dali, του Van Gogh κ.α., χρησιμοποίησε τη θεματολογία έργων τους προσαρμοσμένη στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Γάζας. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι αξιοσημείωτο και η σημειολογία είναι δεικτική της κατάστασης που επικρατεί στην Παλαιστίνη. Η τέχνη διαθέτει έντονο και πάντα επίκαιρο "πολιτικό λόγο" με μια ιδιαίτερη δυναμική στην κοινωνία.

   εικ.1, Εξώφυλλο από τον κατάλογο της έκθεσης (η εικόνα του εξωφύλλου παρουσιάζει τη Guernica του Picasso).

εικ.2, Οικογένεια αγροτών, εμπνευσμένο από το έργο Οι πατατοφάγοι του Vincent Van Gogh.


εικ.3, Η Γαλατού, εμπνευσμένο από το ομότιτλο έργο, του Johannes Vermeer.




εικ.4,
Βοσκοπούλα με το κοπάδι της, εμπνευσμένο από το ομότιτλο έργο του Jean Francois Millet.




εικ.5, Θεριστές αναπαύονται, εμπνευσμένο από το ομότιτλο έργο του Jean Francois Millet.




εικ.6, Γάμος στα σύνορα, εμπνευσμένο από το έργο Ρώσικος γάμος του Marc Shagall.




εικ.7, Η επιμονή της μνήμης, εμπνευσμένο από το ομότιτλο έργο του Salavador Dali.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014


Ανοιχτή γνώση...απαίτηση ή ειρωνεία


"Στην καρδιά του Θεού κοιμάται ένα σκουλήκι και ονειρεύεται πως δεν υπάρχει Θεός. Αν ανοίξεις την καρδιά μου, θα βρεις ένα κακοτράχαλο βουνό κι έναν άνθρωπο ολομόναχο ν' ανηφορίζει.
Αν τώρα, μεσοχείμωνα, ανθίσεις, ανέμυαλη μυγδαλιά, θα 'ρθει η χιονιά να σε κάψει.
-Ας με κάψει! αποκρίνεται η μυγδαλιά κάθε άνοιξη.
Μου αρέσει να βλέπω το νου να χτυπάει τον ουρανό, να ζητιανεύει, και να μην του ανοίγει την πόρτα ο Θεός να του δώσει ένα κομμάτι ψωμί."

Νίκος Καζαντζάκης: Αναφορά στον Γκρέκο





Βιβλίο origami από τον Isaac Salazar

 Εικόνα από την Τουρκία


Το διάβασμα μας κάνει όλους μετανάστες. Μας παίρνει μακριά από τα σπίτια μας, αλλά το σπουδαιότερο, μας βρίσκει σπίτια παντού.
Jean Rhys


          Βουκουρέστι


            ταινία vs βιβλίο



Γλυπτό του Szollosy Eniko με τον Μικρό Πρίγκιπα και την Αλεπού, σε σχολικό προαύλιο στο Szolnok της Ουγγαρίας



Η βιβλιοθήκη του Holland House στο Kensington του Λονδίνου, μετά τον βομβαρδισμό της 27ης Οκτωβρίου 1940

και άλλα ενδιαφέροντα στο http://www.politeianet.gr 



Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014


Ο ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στην πλατεία Κολοκοτρώνη, μπροστά από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.  

Ο έφιππος ανδριάντας του στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στον προαύλιο χώρο του Ιστορικού και Εθνολογικού Μουσείου, αποτελεί σύμβολο ελευθερίας και ήθους, σύμβολο της Ελλάδος. 
Ο γλύπτης Λάζαρος Σώχος θέλησε να παρουσιάσει τον "Γέρο του Μοριά" τη στιγμή που ετοιμαζόταν να δράσει στο πεδίο της μάχης. Ο στρατηγός παρουσιάζεται έφιππος με πλήρη πολεμική εξάρτηση και με εκτεταμένο το δεξί του χέρι, να δείχνει είτε το πεδίο μάχης είτε τα εχθρικά στρατεύματα. Η σύνθεση αναδεικνύει τον ηγετικό και δυναμικό χαρακτήρα του Κολοκοτρώνη, ενώ πρόκειται για μια στιγμή πριν τη διεξαγωγή μάχης, κατά την οποία ο αγέρωχος στρατηγός παρουσιάζεται αποφασιστικός να απευθύνεται, με στραμμένο το κεφάλι, προς τους συμπολεμιστές του. 

Καρτ ποστάλ με το γύψινο πρόπλασμα του έφιππου ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με φωτογραφία του ίδιου του γλύπτη, Λάζαρου Σώχου, σε ένθετο εικονίδιο. 

Για την πιστή απόδοση της μορφής του Κολοκοτρώνη ο γλύπτης μελέτησε τα απομνημονεύματα του ήρωα, την ενδυμασία, τον οπλισμό και την ιπποσκευή. Ιδιαίτερα για την απόδοση του προσώπου, πέρα από τη φυσιογνωμική μελέτη των συγγενών του ήρωα, χρησιμοποίησε εκμαγείο, που είχε ληφθεί από τον νεκρό του Κολοκοτρώνη και σήμερα βρίσκεται στο Εθνολογικό Ιστορικό Μουσείο.
Η ιστορία του γλυπτού ξεκινά στο Ναύπλιο όταν το 1884, επί δημαρχίας Επαμ. Κωτσονόπουλου, προκηρύχθηκε καλλιτεχνικός διαγωνισμός για τη φιλοτέχνηση του έφιππου ανδριάντα.
Ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη δουλεύτηκε και χυτεύθηκε στο Παρίσι (1891-1895). Το πρόπλασμα βραβεύτηκε από την Ακαδημία της Ρώμης, ενώ πήρε και χρυσό βραβείο στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1900.

Ο γλύπτης Λάζαρος Σώχος στο ατελιέ του, ενώ εργάζεται στο πρόπλασμα του ανδριάντα. Ελαιογραφία του Νικ. Βαρβέρη, 1893.

Ο Κολοκοτρώνης του Ναυπλίου περατώθηκε το 1895 και τοποθετήθηκε στο Ναύπλιο στις 23 Απριλίου του 1901. Η λαμπρή τέλεση των αποκαλυπτηρίων διεξήχθη την ημέρα της τοποθέτησης του ανδριάντα. 

Καρτ ποστάλ που απεικονίζει το πλήθος του κόσμου την ημέρα των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Η ιδέα για την ανέγερση πανομοιότυπου ανδριάντα στην Αθήνα ήταν πρωτοβουλία του ίδιου του γλύπτη, ο οποίος προσέφερε δωρεάν την εργασία του. Για την κάλυψη των υπόλοιπων δαπανών έγινε πανελλήνιος έρανος.

Φωτογραφία με στιγμιότυπο από τη μεταφορά του ανδριάντα, στην πλατεία Κολοκοτρώνη. 


Ο ανδριάντας χυτεύθηκε εκ νέου (1901-1902) στο Παρίσι. Ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα φέρει, στις δύο πλευρές του βάθρου, ένθετες ορειχάλκινες ανάγλυφες συνθέσεις, φιλοτεχνημένες επίσης από τον Σώχο. Στις ανάγλυφες συνθέσεις αναπαριστώνται σκηνές από τη ζωή του Κολοκοτρώνη: την καταστροφή του Δράμαλη και την προτροπή προς τους φοβισμένους Έλληνες να κάψουν τα συγχωροχάρτια των Τούρκων.  

Βιβλιογραφία:

  • Αντωνοπούλου, Ζ., "Τα γλυπτά της Αθήνας, Υπαίθρια Γλυπτική", 1834-2004, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2003.
  • Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, επιμ. (1937). Λεύκωμα της εκατονταετηρίδος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1837-1937.
  • Μυκονιάτης Η., ¨Ελληνική Τέχνη, Νεοελληνική Γλυπτική", Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1996.
  • Υπαίθρια γλυπτική της Αθήνας, εφημ. "Καθημερινή", ένθετο "7 ημέρες", Κυριακή 25 Οκτωβρίου 1998.


Πέμπτη 8 Μαΐου 2014


Συνομιλίες του Νόαμ Τσόμσκι με τον Ντενί Ρομπέρ και τη Βερόνικα Ζαράχοβιτς

Αν η δημοκρατία είναι το καλύτερο σύστημα...

"Όλα εξαρτώνται από τι εννοούμε με τη λέξη δημοκρατία. Υπάρχει μια σχεδόν επίσημη θεωρία σύμφωνα με την οποία η δημοκρατία είναι ένα σύστημα στο οποίο οι άνθρωποι είναι θεατές και όχι άτομα με δράση. Σε τακτά διαστήματα έχουν το δικαίωμα να ρίξουν μια ψήφο στην κάλπη, εκλέγοντας κάποιον από την τάξη των αρχηγών να κυβερνήσει. Ύστερα πρέπει να γυρίσουν στο σπίτι τους και να ασχοληθούν με τις δουλειές τους, να καταναλώνουν, να βλέπουν τηλεόραση, να μαγειρεύουν αλλά κυρίως να μην ενοχλούν. Αυτό είναι δημοκρατία.

Όταν αυτό διακοπεί η αντίδραση έχει ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, μήπως συζητήθηκε στην Ευρώπη η πρώτη μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1975 από την Τριμερή Επιτροπή με τίτλο "Η Κρίση της Δημοκρατίας" [...] Σύμφωνα με εισηγητές της Τριμερούς Επιτροπής υπήρχε "κρίση δημοκρατίας" γιατί, στη δεκαετία του 1960 , οι πολίτες των χωρών που αντιπροσωπεύονταν στην Τριμερή είχαν προσπαθήσει να κατέβουν σε πολιτικούς αγώνες. Τα στρώματα του πληθυσμού που θα έπρεπε να παραμείνουν απαθή -οι γυναίκες, οι νέοι, οι μειονότητες, ολόκληρος ο πληθυσμός- είχαν θελήσει να επέμβουν στις πολιτικές συζητήσεις με βάση το δικό τους πρόγραμμα.   
[...] Οι άνθρωποι θα ασχολούνταν μόνο με τη ζωούλα τους, με επιφανειακά πράγματα του βίου, όπως τα καταναλωτικά αντικείμενα που είναι της μόδας. Θα ήταν "θεατές" και όχι "παίκτες" στη διεξαγωγή της πολιτικής σε όλα τα επίπεδα: τοπικά, στους χώρους εργασίας και παραπέρα, έτσι ώστε να μην υπάρχει"κρίση δημοκρατίας", όπως την εννοούν οι ελίτ.