Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018


Δοκίμιο λόγου και σκέψης


Μια ενθύμηση...


...Λοιπόν, όπως το είχα σχεδιάσει, απαίτησα να σηκωθώ από το κρεβάτι μου νωρίς, πολύ νωρίς, ήθελα να προλάβω το χάραμα... την πρώτη αχτίδα ήλιου που θα πέσει να τη δω, σα να με μόνος μου σε τούτη τη γη, μήτε άνθρωποι, μήτε κτίρια ό,τι δηλαδή σε αποσπά, σε απομαγεύει. Όμως, από τί; Τον ήλιο, τη μέρα και τη ζωή; Δύσκολη απόφαση για μένα, να πάρω τις αποσκευές μου... ό,τι κουβαλάω μια ζωή και να τις πετάξω, έστω και για μια μέρα για ένα στοίχημα, χωρίς να ξέρω αν θα κερδίσω και τι θα κερδίσω. Το προηγούμενο βράδυ στα σχέδια που έκανα αναλογιζόμουν, μέσα από μια άλογη σκέψη, τί τα θες; Πνεύματα, γενιές, δημιουργίες, όλα είναι...αέρας, ένα κενό δοχείο που το καταλαβαίνεις στην πρώτη στραβή, όταν σε φωνάζουν τα φαντάσματα του παρόντος να δώσεις λογαριασμό, ξέρεις τώρα εκείνο τον λογαριασμό που ανοίγεις ή μάλλον δεν ανοίγεις εσύ, τον έχουν ανοίξει και σε στρατεύουν από τα σπάργανα σου να τον συνεχίσεις...Τώρα που είπα για τα φαντάσματα του παρόντος, ξέρετε (!) δεν υπάρχουν μονάχα εκείνα του παρελθόντος που λένε ότι σε καταδιώκουν, αν και νομίζω ότι εκείνα δε σε καταδιώκουν, είναι τα φαντάσματα του παρόντος που σε κυνηγούν και σε θρέφουν, εσένα και όλους, όπως και εμένα δηλαδή... Μα κι εκείνος ο ζωγράφος ο Ισπανός, ο Γκόγια, όταν ζωγράφιζε τα «σκοτεινά», τί έκανε; Έδινε εικόνα στα φαντάσματα που ζούσαν στην εποχή του και τα ’κανε αποτροπαϊκά σύμβολα, για να διώξει εκείνα τα ζωντανά. Κι ο ήρωας του Σίλλερ, ο Πρίγκηπας, μήπως και εκείνος δεν αναζήτησε τα φαντάσματα και τις σκιές του παρελθόντος με το σθένος της σύγχυσής του, και μόλις ανακάλυψε την πλάνη και την ύφανση της ζωής δεν αντιστάθηκε, δεν αντέδρασε και δεν έπραξε!

Οι σκέψεις είναι όπως το σύμπαν, όλες κινούνται γύρω από μια κεντρική, αυτή που γεννάει και έλκει όλες τις άλλες, μικρότερες και αδύναμες, που θέλουν να στηριχτούν και να ζήσουν από αυτή. Μα πολλές φορές γίνεται κι αυτό, η μικρή κι αδύναμη σκέψη από σύμπτωμα να μετατρέπεται σε κυρίαρχο ρυθμιστή, χωρίς το δίκιο τής δύναμής της αλλά με το δίκιο κάποιας άλλης, κάποιας άλλης, κάποιας άλλης και κάποιας άλλης, φτάνει να δημιουργεί τέτοιες συγκρούσεις που κι εκείνη, που την είχες από τότε που δεν θυμάσαι τον εαυτό σου, σταματά να κινείται ακόμη και σε ένα σύμπαν δημιουργίας, κίνησης και δύναμης.

Για να επιστρέψω στην σκέψη της προηγούμενης νύχτας, της αντιστάθηκα, είπα: θέλω να μπω στο καράβι της φυγής, να κάνω το ταξίδι...άλλωστε πόσοι και πόσοι γνωστοί και σπουδαίοι κονδυλοφόροι, αλλά και εκείνοι που δεν θα τους μάθουμε ποτέ! δεν έχουν γράψει για ένα ταξίδι, δεν έχουν βυθιστεί μέσα σε αυτό και δεν έχει γίνει η μύχια ζωή τους, μια δεύτερη ζωή... εσωτερική. Και πάλι, εκεί στην οικογενειακή εστία, έβλεπα το μαγνητάκι στο ψυγείο, που είχε πάνω του μια νεκρή φύση του Βαν Γκογκ και έγραφε «κάνε κάτι, φτιάξε μια εικόνα». Αυτό ήταν... από εκεί που κάποτε το αντίκριζα και κάποτε το ’βλεπα και όπως έλεγαν ή καλύτερα έγραφαν αμ΄ έπος, αμ΄ έργον... για φαντάσου μέχρι και ο Όμηρος το λέγε και ΄γω και ΄συ τρέχουμε γύρω από τον εαυτό μας, με τη σκέψη τη δική σου, τη δική σου και τη δική σου και άραγε... η δική μου τοποθετήθηκε σε ΄κείνο το κουτί των περίεργων πραγμάτων που είχαμε όταν ήμασταν μικρά παιδιά και πότε-πότε το ανοίγαμε και θαυμάζαμε τον πειρατικό θησαυρό που διαθέτουμε, το μαγικό κουτί του πλανήτη μας, που ανεβαίναμε πάνω σ΄αυτό και ταξιδεύαμε. Όμως, κάποτε το πετάμε, ή το ξεχνάμε, ή όπως γίνεται συνηθέστερα απλά το σβήνουμε από τη μνήμη μας, γιατί έρχεται η στιγμή, γιατί για στιγμή πρόκειται, που σε τυλίγει το πέπλο του φαντάσματος και ξεχνάς και σβήνεις εικόνες και χρώματα...

Πριν το λυκαυγές της μέρας ήμουν ήδη στο δρόμο και περπατούσα, είχα αποφασίσει να διαβώ την Πατησίων που από παιδί με μάγευε, όταν οικογενειακώς πηγαίναμε κάποια επίσκεψη και έπρεπε να τη διασχίσουμε. Το μαγικό των χρωμάτων από τα φώτα, η κίνηση των αυτοκινήτων, οι άνθρωποι... Και το ωραιότερο φόντο αυτού του ζωντανού πίνακα ο λόφος της Ακρόπολης με τον Παρθενώνα, δεν ξέρω αλλά πάντα η σύνθεση της Πατησιών με ταξίδευε και μου δημιουργούσε μια αίσθηση να γευθώ και να νιώσω όλες τις εικόνες, τα χρώματα και τα αρώματα του κόσμου. Μια εικαστική δράση στην πραγματικότητά της, στη ζωντάνια της. Η ίδια αίσθηση πάντα, κάθε φορά που θα τύχει να περάσω από την οδό Πατησίων, να γεννιούνται εικόνες και αναμνήσεις ανύπαρκτες και να με πλημμυρίζουν, είναι πιστεύω η άγουρη γνώση που έχει ο άνθρωπος μέσα του και καθώς μεγαλώνει αν δεν την ποτίσει, όπως τα δένδρα που μένουν χωρίς το ζωογόνο νερό, γίνεται μονάχα ένα απολίθωμα... Για φαντάσου μωρέ… απολίθωμα το ποιητικό αίτιο του εαυτού σου, αυτή η σημαντική φράση «το ποιητικό αίτιο» που ορίζει μέχρι και τον λόγο μας, στη ζωή μας να μην το αναγνωρίζουμε.

Κατηφόρισα με το τσιγάρο στο χέρι παρέα με την ησυχία του δρόμου σ’ ένα άχρονο, μυστικό περιβάλλον που δεν χωρά καμιά ανοίκεια εικόνα απ΄ αυτές που σε στριμώχνουν και σε συνθλίβουν, άλλωστε ποιος μπορεί να καταλάβει ότι πατάει σε σκιές, που η μια αντιγράφει την άλλη, νομίζοντας ότι η σκιά που ορθώνεται είναι το σύμβολό του όπως αυτό που βλέπει στον καθρέφτη, το αντικείμενο δηλαδή που φτιάχνεται από γυαλί και άμμο να σε ορίζει, μέσα από την πλάνη σου. Σαν έρθει η ώρα να δώσεις τη μάχη σου... τάχα το είδωλο θα σου δώσει την ορμή να απλώσεις τον εαυτό σου ή μήπως το καθρέφτισμα σου στα μάτια κάποιου άλλου θα σε κάνει να δεις πάλι τη σκιά σου όρθια, να σε πλανά μπροστά στα μάτια σου. Αυτό κι αν είναι παράδοξο, τα μάτια που οδηγούν μονομιάς στη ψυχή να πλανούν αδιάκοπα... Για αυτό και ο άνθρωπος επινόησε τον καθρέφτη, ήθελε να βλέπει ό,τι περιβάλλει το σώμα και μέσα στο χρώμα που φτιάχνει και τα αντικείμενα που δημιουργεί να τοποθετεί την ύπαρξή του, ένα μέρος κι αυτή στα είδωλα του καθρέφτη. Στάθηκα σε μια βιτρίνα και ’βλεπα το πρόσωπο μέσα από τον καπνό του τσιγάρου που είχα ρουφήξει, θολό σχεδόν αόρατο πρόσωπο να μου βγάζει την αίσθηση οράματος, αυτή είναι η παρουσία μου, μια αίσθηση σε ένα τοπίο με καπνό, τον φωτισμό του καταστήματος και το γυαλί της βιτρίνας. Παρέμεινα μαζί με το τσιγάρο και τον αναδυόμενο καπνό του και χάζευα το γυαλί να με παρασταίνει μέσα από την ύλη του, μια ψευδαίσθηση που σε ζαλίζει, όπως τον άτυχο Νάρκισσο που τον παγίδευσε μια πηγή του Ελικώνα στο καθρέφτισμα του νερού της ή την Μέδουσα, που το καθρέφτισμά της βοήθησε τον Περσέα να την αποκεφαλίσει. Η ώρα του μύθου πάντα προβάλλει... σε χρόνο απρόσμενο όσο και να τον αποδιώχνουμε, είναι πάντα παρών μέσα στον εαυτό μου και στον εαυτό σου, σημάδι χθόνιο, που με ορίζει και σε ορίζει...

Ο χρόνος δεν έχει σημασία, άλλωστε δεν είπαμε ότι το ταξίδι μας θα είναι άχρονο, θα στερεί από το χρόνο την ουσία του να μετρά και να φείδεται τον απεριόριστο αυτό πλούτο του, είναι η γοητεία του δικού μας μύθου, ενός μύθου μεταμορφώσεων. Εκεί που όλα προκαλούν να οξύνεις το τόξο του μεσαιωνικού ναού σου, να φτιάξεις μέσα από θεούς πλάσματα φτερωτά και τετράποδα-πολύποδα, αρπακτικά και άγρια, άσχημα και προκλητικά, αισθαντικά και κίβδηλα και ανίερα, όλα σχήματα της μυθικής σου υπόστασης που τα αντιπαρέρχεσαι μέσα από τα είδωλα που δημιουργείς... καταρρίπτεις και γεννάς σε έναν κύκλο χορού. Μυρίζω το χώμα και τα δέντρα στην οδό των μεταμορφώσεων, κάθε βήμα μετέωρο, ελεύθερο στην ιστορία που γράφει ο χώρος και εγώ ιχνηλατώ το ιώτα, το σίγμα, το ταυ, το όμικρον, το ρο, το ιώτα, το άλφα, όλα σύμβολα του λόγου που αδυνατούν να περιγράψουν την ιστορία του ανθρώπου, όπως εκείνου που αντικρίζω: μιας αδύνατης μορφής, με λεπτά χαρακτηριστικά, ανακατεμένα μαλλιά και αραιή γενειάδα, πρόσωπο που το σχεδίασε ο χρόνος και βλέμμα βαθύ στοχαστικό να ταξιδεύει αδιάκοπα, με μάτια γαλανά διαπεραστικά. Μια ψυχή που δρεπε για το σώμα κρασοψιχιά και πρέντζα...Είναι εκείνος ο καβάσης, ο «σοβατζής», ο ιδιόρρυθμος Θεόφιλος, ένας ασκητής του εαυτού του και της ιστορίας του μέσα στην ίδια ιστορία, είναι η περίπτωση που το υποκείμενο παίρνει το κομμάτι του στην ιστορία και μεταμορφώνεται σε αντικείμενο της ιστορίας, κάθε δρασκελιά του βήμα αιώνων, να προσπερνά τον χρόνο αδιάφορα. Περπατούσε αργά και σταθερά μονολογώντας, χωρίς να βλέπει τον κόσμο γύρω του, αδιαφορούσε για τις εικόνες που αντίκριζε γιατί απλώς τις έβλεπε, δεν ήταν παρά σχήματα χωρίς καμία συμμετοχή, που άλλοτε τον καταδίωκαν και άλλοτε τον στοίχειωναν. Ένας μονόλογος για τις μάχες του Μεγαλέξανδρου, τη ζωή των κλεφτών και αρματωλών του ’21, τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας...  Όλα για αυτόν μια ενθύμηση που ’φτιάχναν τις εικόνες των έργων του, τον χώρο που ανάσαινε, που μεταμόρφωνε ό,τι  πατούσε και έπιανε, ό,τι περιέβαλλε το σώμα και τις αισθήσεις του...

Κοντοστέκομαι και προσπαθώ να πιάσω τη στιγμή να τον πλησιάσω, πρέπει να του μιλήσω, να τον καταλάβω, να ακούσω τις απόψεις του για την τέχνη και για τον πολιτισμό, για τα βιβλία, για τις ιδέες που ενώνονται και αλλάζουν τον κόσμο, για το διαφορετικό που ομορφαίνει τους ανθρώπους, για τις αξίες που με στηρίζουν και σε στηρίζουν, για την πρόοδο του ανθρώπου και της κοινωνίας... Όλα, όλα σκέψεις και ερωτήσεις που ’ρχονται ορμητικά και μ’ απειλούν ν’ αποκτήσω τη γνώση, να βιαστώ να δεσμεύσω και να υποδουλώσω τη σκέψη μου σε απαντήσεις, αυτές που ’μαθα να παίρνω, με τις ερωτήσεις που ’μαθα να κάνω... Η αγωνία μου για τη γενιά που μπόλιασε τον τόπο μου, και του ’δωσε μια αξία που ’ψαχνε, μπορεί τώρα να τελειώσει, μονάχα να μιλήσω μαζί του!

Και βρίσκομαι απέναντί του... σ’ εκείνον τον λαϊκό ζωγράφο όπως τον ονόμασαν, για να διαχωρίσουν την τέχνη τους μέσα από λέξεις-σύμβολα, σ’ ένα παιχνίδι αφαίρεσης και πρόσθεσης του λόγου, ακατανόητο στην ουσία του αλλά συνάμα κατανοητό για να περιχαρακώσεις και να στήσεις τους πύργους σου, εσύ, εσύ... και εγώ... Μια γενιά – φατριών - σκεπτόμενων Σισύφων να ακολουθούν το ίδιο μονοπάτι, ας είναι ανηφορικό και δύσβατο, μονάχα το βλέμμα να ’ναι στραμμένο στο άχθος που απειλεί να τους πατήσει... και ο φόβος και η αγωνία να ορίζει τον δρόμο, έναν ίδιο κάθε φορά δρόμο να βαθαίνει όλο και περισσότερο... και κάποτε να ανασηκώνεται από τα πεσμένα σώματα και ιδέες που θέλησαν να αποδράσουν και να λευτερώσουν τον ίδιο τον σοφό. Μα την ιδέα πως να την ορίσεις όταν πρώτα αυτή σ΄ έχει ορίσει, όταν πλημμυρίζει απ’ αυτή η ψυχή σου, όταν γεννήθηκε πρώτα αυτή και μετά εσύ, τότε οι λέξεις-σύμβολα αδυνατούν να χωρέσουν την πληρότητα μιας ύπαρξης...

-Το ξέρεις ότι είσαι σημαντικός ζωγράφος;

-Ουχί...

-Έθρεψες και χόρτασες ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, έγραψαν για ’σένα ποιητάδες και γραμματιζούμενοι...

- ’γραψαν καλά... για ’γινα σουργούνι;

-Λόγια πλούσια, να χορτάσει η ψυχή σου, λόγια όμορφα και περίτεχνα... Κι εγώ μες απ’ αυτά σ’ έμαθα...

- Τς ζωγραφιές μου... τς είδαν;

- Είδαν και θαύμασαν πολλοί... δεν ξέρω όμως τι μπορεί να κατάλαβαν, μήπως την τέχνη σου ή εσένα τον ίδιο ή τάχα τ’ όνομα που σου ’φτιαξαν ή μήπως τίποτα, μονάχα τον Θεόφιλο ένα σύμβολο μιας γενιάς του θυμικού και του λογικού συνάμα...

...Αδιάφορα και αδέξια έστρεψε το βλέμμα του, δεν ήθελε να μάθει κάτι άλλο. Οι ήχοι του λόγου κατέπνιγαν την ηρωική ιδέα της σκέψης του και του εαυτού του, μήπως και ο Δον Κιχώτης, εκείνος ο Ισπανός ιππότης, άκουγε την πραγματικότητα... Η σύγκρουση βρισκόταν στο θεμέλιο της ύπαρξής του, μέσα από αντίθετες σχέσεις: λογική-άλογο, φανταστικό πραγματικό, σοφία-ελαφρομυαλιά. Ένας πλασμένος ήρωας μιας σκέψης, μιας ιδέας, που ήθελε να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα. Έναν κόσμο ανάποδα, έναν κόσμο που τον βλέπει κανείς από μέσα προς τα έξω, αυτόν έβλεπε και ο Θεόφιλος και αποτύπωνε στους καμβάδες και στους τοίχους.

Εκεί, στο δρόμο που είδε την ιστορία του τόπου να εγγράφεται συνέχισα να περπατάω, διέσχιζα το χωριό των Πατησιών με τα μικρά σπίτια στολισμένα με δέντρα οπωροφόρα και αμπελώνες, μια εικόνα δημιουργίας και χρώματος που δίνει πνοή σε κάθε νωθρή και δύσκολη κίνηση. Το πάτημα στο χώμα σού δίνει την αίσθηση ότι συμμετέχεις και ’συ στη δύναμη της γης, ότι είσαι και ’συ μέρος της δημιουργίας͘ της πολύτροπης αυτής μάνας, που πάνω της φυτρώνουν αγκάθια και ροδοπέταλα, θάμνοι και ψηλά δένδρα, που πάνω της στέκουν όλες οι υπάρξεις, που πάνω της θεριεύει ο άνθρωπος: εσύ, εσύ, και ’γω. Όλοι, αφού ξεχάσαμε πως είναι να περπατάς και να νιώθεις το χώμα και τη γη, διστάζουμε τώρα να γευτούμε τη σκόνη του χώματος και να νιώσουμε ζωντανοί, να πονέσουμε και ’μεις στο βήμα ενός άλλου...

Οι σκέψεις μου ταράζονται από έναν, αρχικά, ήχο πρωτόγνωρο... ήχος καλπασμού, αργού και μεθοδικού λες και είχε μέσα του την ακρίβεια ενός μηχανισμού, που συγχρονίζει την κίνηση και τη μεταβάλλει σε έναν ήχο σημάντρου, που σε καλεί να τον ακούσεις και να νοιώσεις την επιβλητικότητα του...  Χμ, πως άραγε να μη σε υποβάλλει ολάκερο, ένας ήχος ρυθμικός και ζωντανός και δυναμικός, όταν βγαίνει μέσα από τη φύση, που πονάει και χαίρεται, που λυπάται και τραγουδάει... Η φωνή της είναι οι ήχοι των δημιουργημάτων της, τονικές μελωδίες που έχουν μια άφατη σύνδεση με τη ψυχή, τη δική μου, τη δική σου, τη δική σου...

Ιππήλατα αμάξια ξανοίγουν τον δρόμο τους, σε μια οιονεί παρέλαση ομορφιάς και χάρης... Το βιζαβί - η πασιτείνουσα της Πατησίων- το τραμβάι - ο ιπποκίνητος τροχιόδρομος-  και κάθε είδους άμαξες: μόνιππα, δίιππα, βικτώριες, λαντώ και αραμπάδες... Μου υποδεικνύουν τη χάρη τους και το παρελθόν τους, ένα μπουλούκι που ξεμακραίνει:

Ξεμακραίνει το μπουλούκι

Απ’ του κάμπου τα περβόλια

Απ’ τα γκρίζα πανδοχεία

Τ’ αλειτούργητα χωριά



Συνοδοιπόροι τους τώρα οι σαλτιμπάγκοι και οι μικροί ακροβάτες, όλοι αυτοί που πέταξαν τους κήνσορες και τους θεράποντες της κοινωνίας, των ανθρώπων και των ιδεών, έστω για μια στιγμή... έξω από τον χρόνο. Η μια στιγμή στην ιστορία δεν είναι χρόνος είναι ο χώρος που διευρύνεται από μια ιδέα και καταγράφεται, όπως κατέγραψαν στο πέρασμα τους εκείνοι οι ακροβάτες κι εκείνοι οι σαλτιμπάγκοι, με τις πραμάτειες τους φορτωμένες στο μυαλό τους, και κοίταξαν εμένα, εσένα, εσένα... και μίλησαν στον χρόνο και ιστορία. Σε κοίταξαν και σε αντικρίζουν μέσα στα μάτια, όχι στον καθρέφτη σου, όχι στο θολό τοπίο που περιβάλλει το είδωλό σου, και σου μίλησαν και σου μιλούν ακόμα... Είναι όλοι αυτοί οι πικραγαπημένοι της ιστορίας που έτρεξαν, ίδρωσαν και μάτωσαν... Όλους τους αντικρίζω εμπρός μου, πάνω στις άμαξες σε μια μυστική και αλληγορική σύνθεση της φύσης σα να θέλει να τους τιμήσει, που την είδαν και τη σεβάστηκαν και δεν προσπάθησαν να τη δαμάσουν... Και τώρα τους χαρίζει τον χορό τον δικό τους, τον χορό των μεταμορφώσεων...

Η ζωντανή μαγεία που παρακολουθούσα διαλυόταν σε γλυκιά ομίχλη, που σε παρασύρει και βυθίζεσαι στην έκτασή της, καταπνίγοντας ακόμη και τις αλυσίδες που είχαν στηθεί εκεί στο τέρμα, στα Πατήσια, για να σταθμεύσει το «θηρίο»...
Σήκωσα το χέρι μου και έφερα το τσιγάρο στο στόμα μου, το καυτό σώμα του τελείωνε και ένιωσα να καίει τα χείλη μου... Ο καπνός φιλήσυχος...απλά διαλυόταν... Κι εγώ, εσύ, εσύ;

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα