Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη
Επιλέγω σημειολογικά να γράψω για το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη (ΜΑΣ) διότι, έχουμε συνηθίσει να
βλέπουμε χωρίς να παρατηρούμε. Η παρατήρηση αποτελεί το στοιχείο της διάνοιaς το οποίο μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε τις έννοιες και τη φύση των πραγμάτων που μας περιβάλλουν.
Το ΜΑΣ αποτελεί την υπέρτατη αναγνώριση και απότιση
φόρου τιμής στον Στρατιώτη χωρίς
όνομα, στον Στρατιώτη χωρίς
υστεροβουλία, ο οποίος θυσιάζεται για ένα ιδανικό, την Ελευθερία. Η έννοια της
ελευθερίας είναι και o συμβολισμός του ΜΑΣ, το οποίο υποδηλώνει τις αξιακές αρχές του
ελληνικού έθνους και κράτους. Εκεί, μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη, διέξαγονται εδώ και δεκαετίες όλες οι
ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές διαμαρτυρίες και διακοινώσεις. Ο Άγνωστος Στρατιώτης, ο οποίος φέρει όλα τα ιδανικά της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας, βρίσκεται μεταξύ της Βουλής των Ελλήνων και του λαού, μεταξύ του πολίτη και της πολιτείας. Ο χωροταξικός σημειολογικός συσχετισμός γίνεται ευκρινέστερος υπό τη θεώρηση της πλατείας Συντάγματος ως τον ίδιο τον λαό. Έτσι, ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν είναι μόνο θεματοφύλακας της ιστορικής μνήμης του ελληνικού έθνους, αλλά και εγγυητής της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ της πολιτείας και του πολίτη.
Η ηθική αναγκαιότητα και ο στοχασμός περί της απόδοσης τιμών
στους άγνωστους πεσόντες έχει την καταγωγή του στην αρχαιότητα, όπως
πληροφορούμαστε από αρχαία κείμενα του Θουκυδίδη ( 2.34.3, 2.34.1-2, 2.46.1),
του Σοφοκλή (Αίας, στχ. 1177), του Ευριπίδη (Ελένη, στχ. 1239-1246) και του
Χαρίτωνα (4.1.3). Η ανέγερση μνημείων-ηρώων για τους νεκρούς οπλίτες είναι ένα
φαινόμενο που εμφανίστηκε στην Γαλλία το 1870, με ευρύτερες διαστάσεις μετά τον
Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η επιλογή της θέσης
του ΜΑΣ μπροστά από τα Παλαιά Ανάκτορα, το 1926, υπήρξε πρόταση του Στρατηγού
Θεόδωρου Πάγκαλου (1878-1952). Η πρόταση αυτή δέχθηκε πολλές επικρίσεις, από
τις τάξεις των φιλελευθέρων της εποχής. Όμως, το 1928, με την επάνοδο του Ελ.
Βενιζέλου, η τοποθέτηση του Μνημείου μπροστά από το Ελληνικό Κοινοβούλιο οριστικοποιείται πλέον.
Σε διαγωνισμό του 1926 ο αρχιτέκτονας Εμμανουήλ Λαζαρίδης επιλέχθηκε ως ο καταλληλότερος για την ολοκλήρωση του έργου. Στον ίδιο διαγωνισμό ο γλύπτης που επιλέχθηκε, για τη φιλοτέχνηση του μνημείου, ήταν ο Θωμάς Θωμόπουλος (καθηγητής γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών). Οι αντικρούσεις βέβαια και στην περίπτωση του διαγωνισμού δεν απουσίασαν, με έντονες διαμαρτυρίες.
Η τελική πραγματοποίηση του έργου αποφασίσθηκε το 1929. Όμως, στο πλαίσιο μιας άλλης γλυπτικής σύνθεσης παραμερίστηκε ο Θωμόπουλος και επιλέχθηκε η γλυπτική πρόταση του Κώστα Δημητριάδη (καθηγητής γλυπτικής στην Σχολή Καλών Τεχνών). Ωστόσο, δημιουργός του Nεκρού Oπλίτη εμφανίζεται ο Φωκίων Ροκ, βοηθός του Δημητριάδη στην Σχολή Καλών Τεχνών. Το γεγονός της ανάθεσης του έργου στον Δημητριάδη επικρίθηκε και ανέδειξε το οξύμωρο ελληνικό πνεύμα. Άλλωστε, στα κατοπινά χρόνια της δημιουργίας του ΜΑΣ υπήρξαν αρκετές αναφορές και σχόλια στον τύπο, για τις στρεβλώσεις που δημιουργήθηκαν σχετικά με τον διαγωνισμό.
Τελικά το Μνημείο εγκαινιάσθηκε στις 25 Μαρτίου 1932. Ακόμη
και σήμερα υπάρχουν Ιστορικοί της Τέχνης που επικρίνουν τον γλυπτό διάκοσμο του
μνημείου. Θεωρώ ότι η αρχαϊκή απλότητα της γραμμής και των όγκων, που
διαγράφουν το σώμα του Νεκρού Οπλίτη, συνάδουν
με την λιτή αρχιτεκτονική γραμμή του περιβάλλοντος χώρου. Αυτό που κυριαρχεί στο
ΜΑΣ είναι το μάρμαρο και η γεωμετρικότητα, δύο στοιχεία με ηρωικό και ιστορικό
περιεχόμενο. Άλλωστε, ρητορεία και θεατρικότητα δεν θα μπορούσαν να
αποδώσουν τον απαιτούμενο συμβολισμό.
Κώστα Δημητριάδη, «προσχέδιο-μελέτη για το μνημείο του Άγνωστου
Στρατιώτη», μολύβι σε χαρτί (ΕΛΙΑ, αρχείο Κώστα Δημητριάδη)
Κώστα Δημητριάδη, «τελικό πρόπλασμα του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη», πηλός(;). Φωτογραφία από το εργαστήριο του γλύπτη (ΕΛΙΑ,
αρχείο Κώστα Δημητριάδη)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα